«Είμαι Οδυσσέας ως ιδιοσυγκρασία που θέλει να γνωρίζει συνέχεια καινούργιους τόπους και ανθρώπους»
«Είμαι Οδυσσέας ως ιδιοσυγκρασία που θέλει να γνωρίζει συνέχεια καινούργιους τόπους και ανθρώπους»
Elculture, Δημήτρης Κωνσταντινίδης (26.11.19)
Συναντώ ένα απόγευμα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον Δημήτρη Μαραμή με αφορμή την καινούρια του μουσική δουλειά «Οι Στοιχειωμένοι» που θα ανεβεί για δύο παραστάσεις στις 28 Φεβρουαρίου και 1 Μαρτίου. Δυο από τα σημαντικότερα δημοτικά τραγούδια, «Το γεφύρι της Άρτας» και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» συναντούν το καινούριο λιμπρέτο του Σωτήρη Τριβιζά «Το στοιχειό της Χάρμαινας» και μαζί δένουν σκηνικά κάτω από την ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά του Θάνου Παπακωνσταντίνου και οχτώ ξεχωριστών καλλιτεχνών: Αργυρώ Καπαρού, Θοδωρής Βουτσικάκης, Βασιλική Καρακώστα, Βασίλης Δημακόπουλος, Ελένη Δημοπούλου, Σταμάτης Πακάκης, Λητώ Μεσσήνη, Νίκος Ζιάζιαρης.
Ο Δημήτρης Μαραμής με μια μακροχρόνια πορεία στο χώρο της μουσικής αποδεικνύει σε κάθε του βήμα, ότι η μεγαλοφυΐα του ως καλλιτέχνης δεν έχει όρια. Από το 2005 με τα «Σονέτα Του Σκοτεινού Έρωτα» μέχρι τη μαγική στιγμή που σαν θεατής είδα τον αριστουργηματικό «Ερωτόκριτο» πριν δυο χρόνια στην Εναλλακτική Εθνική Λυρική Σκηνή. Ένας καλλιτέχνης με σταθερό κοινό που αγαπά τη μουσική του γιατί και ο ίδιος αγαπά να γράφει μουσική: «είμαι δημιουργός γιατί είναι ο μόνος τρόπος ν’ αναπνέω», μου λέει στη συνάντησή μας.
Αν μου έλεγαν να περιγράψω τη μουσική του Δημήτρη Μαραμή νομίζω ότι δεν θα μπορούσα, η μουσική του είναι ένα σωρό συναισθήματα που αραδιάζονται με φόρα μέσα στο μυαλό και στροβιλίζονται, καθώς σε κάνουν να κουνάς στο ρυθμό χέρια και πόδια προσπαθώντας να σωματοποιήσεις το συναίσθημα.
Θα ήθελα να ξεκινήσουμε με μία πιο γενική ερώτηση ως προς την πορεία του Δημήτρη Μαραμή περιφερειακά, μια διαρκής κίνηση στην επαρχία, όπου τα έργα σας παίζονται συνεχώς, με μια ταυτόχρονη αποχή από τα αθηναϊκά πράγματα, ποιος είναι ο λόγος αυτής της τακτικής σας;
Κινούμαι πολύ στην επαρχία. Ο κύριος άξονας μου είναι Κρήτη, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, όπου γνωρίζουν τη δουλειά μου και με καλούν κάθε χρόνο. Παρουσιάζω τα έργα μου στην επαρχία που υπολείπεται των δρώμενων που γίνονται στην Αθήνα και προσοχής γενικότερα. Δε στοχεύω σε ένα ελιτίστικο κοινό. Μ’ ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Αναζητώ το νεανικό κοινό εκτός Αθηνών, όπου υπάρχει μεγαλύτερη δίψα ν’ ακούσουν και να δουν κάτι διαφορετικό.
Είμαι σαν έναν γεωργό που όταν βρω έφορο έδαφος σπέρνω. Μου αρέσει να δημιουργώ καλλιτεχνικές γέφυρες. Με ενδιαφέρει να συνεργάζομαι με μουσικούς από την επαρχία, για παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη έχω δικό μου κουαρτέτο εγχόρδων, στην Κρήτη υπάρχει ένα σύνολο μουσικών το Vamos ensemble που είναι δεκαοχτώ μουσικοί, μια μικρή συμφωνική ορχήστρα. Χωρίς καμία στήριξη έχουν φτιάξει ένα νέο μουσικό σύνολο στη χώρα, το οποίο για μένα είναι εξαιρετικά συγκινητικό. Τους έδωσα τον «Ερωτόκριτο» να κάνουν μια δίκη τους ενορχήστρωση, οπότε θα έχουμε έναν ανανεωμένο συναυλιακό Ερωτόκριτο με το Vamos ensemble της Κρήτης. Η αποχή μου από την Αθήνα από το 2017 είναι σαφής, γιατί δεν θέλω να κάνω αντιπερισπασμό μεταξύ του Ερωτόκριτου και των Στοιχειωμένων. Κινούμαι με μουσικές θεματικές πια, δεν μ’ ενδιαφέρει στην παρούσα φάση να βγάλω ένα άλμπουμ με τραγούδια, προτιμώ να κάνω πρωτότυπες συναυλιακές προτάσεις, όπως το Συμπόσιο που είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο, τον Ερωτόκριτο, και φυσικά τους Στοιχειωμένους.
Γιατί επιλέγετε να το κάνετε αυτό;
Κοιτάξτε, όλα πηγάζουν από μια προσωπική και ψυχική αναγκαιότητα. Είμαι δημιουργός γιατί είναι ο μόνος τρόπος ν’ αναπνέω. Είμαι ταγμένος στην τέχνη μου, αυτό καθορίζει ένα γενικό πρόγραμμα ζωής, δηλαδή υπάρχει ένα σχέδιο για το τι θέλω ν’ αφήσω στο τέλος ως συνθέτης. Δεν είναι τυχαίο που επιμένω και σκάβω στην ελληνική γραμματεία. Υπάρχει τρομερός πλούτος στην ελληνική λογοτεχνία μέσα στο πέρασμα των αιώνων καθώς είναι μια γλώσσα διαρκής στον χρόνο.
Δεν είναι κάπως χαοτικό όλο αυτό;
Με κουράζει αλλά δεν είναι χαοτικό, γιατί είναι στη φύση μου να ταξιδεύω. Είμαι Οδυσσέας ως ιδιοσυγκρασία που θέλει να γνωρίζει συνέχεια καινούργιους τόπους και ανθρώπους, λέω συχνά, ο θεός αγαπάει την ποικιλία γιατί να μην την αγαπάω εγώ; Βαριέμαι εύκολα στα ίδια. Το τίμημα είναι η πολύ δουλειά που μου αφαιρεί την προσωπική ζωή αλλά είναι επιλογή μου και το κάνω με όλες μου τις δυνάμεις.
Παρόλα αυτά ως συνθέτης είστε μοναχικό πλάσμα;
Αναμφισβήτητα η ζωή του συνθέτη είναι μοναχική. Μοναστικός βίος, γιατί αναμφίβολα χρειάζεσαι άπειρες ώρες κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο για να μπορείς να γράψεις, η σύνθεση είναι εξαιρετικά χρονοβόρα δουλειά.
Υπήρξε στιγμή στη ζωή σας που δεν σας πίστεψε κανείς και παλεύατε μόνος σας;
Για πολλά χρόνια. Κοιτάξτε, δεν είχα πλάτες από πουθενά, δεν είχα ποτέ χρήματα και η οικογένειά μου δεν είχε ποτέ τα μέσα σε οποιοδήποτε χώρο. Αν και είμαι από Αθήνα όλα τα παιδικά μου χρόνια τα έβγαλα στην επαρχία λόγω της εργασίας του πατέρα μου. Ήρθα μόνιμα στην Αθήνα στην εφηβεία μου και συνέχισα το πιάνο. Άρχισα λοιπόν να έχω μια επαφή με τον κόσμο μετά το λύκειο. Συνεπώς ξεκίνησα από το μηδέν και μοναδικό μου όπλο ήταν η δουλειά και η πίστη σ’ αυτό που κάνω. Είχα αποφασίσει ότι είτε μ αναγνωρίσουν είτε όχι εγώ θα συνεχίσω, γιατί αυτή είναι η τέχνη μου και η ζωή μου. Όλα έρχονται με τον καιρό όταν έχεις πίστη και είσαι αυτοδημιούργητος. Το 2004 «Τα Σονέτα του σκοτεινού έρωτα» – η πρώτη μου προσωπική δισκογραφική δουλειά – εξαντλήθηκε (1000 αντίτυπα) μέσα σε πέντε εβδομάδες. Έκανε αίσθηση όταν βγήκε, κάτι γινόταν αλλά δεν έγινε αυτό το «μπαμ» που έγινε το 2017 με τον Ερωτόκριτο που κατάφερε ν’ ακουστεί τόσο, φυσικά ήταν μια δουλειά της Εναλλακτικής Εθνικής Λυρικής Σκηνής όπου ο Γιώργος Κουμεντάκης και ο Αλέξανδρος Ευκλείδης μου έδωσαν αυτή την ευκαιρία, επιλέγοντας το έργο μου. Θεωρώ λοιπόν τον εαυτό μου εξαιρετικά τυχερό που ακούστηκε το όνομα μου μέσω μιας ποιοτικής δουλειάς στο σύνολο της, με ένα large scale έργο και όχι μέσω ενός πετυχημένου τραγουδιού, ενός σουξέ.
Είναι κάτι που θα συμβουλεύατε τα νέα παιδιά;
Να μην γκρινιάζουν και να μην σκέφτονται ότι ο κόσμος είναι γεμάτος κλίκες κι εμπόδια που δεν θα τους αφήσει ποτέ να προχωρήσουν. Τα συστήματα και οι κλίκες είναι αναγκαία να υπάρχουν, αλλά εύκολα ανοίγουν οι δρόμοι σ’ αυτό που θέλεις να κάνεις αν χτίζεις τον εαυτό σου με σκληρή δουλειά και υπομονή και δε λες ποτέ πως σου φταίνε οι άλλοι.
Το θέμα είναι να έχεις την πίστη και το τσαγανό να το κάνεις. Οι θαρραλέοι δεν πάνε μπροστά;
Πολλές φορές δεν κάνουν καριέρα οι ταλαντούχοι αλλά οι «ελαττωματικοί». Θεωρώ ας πούμε πως τρομακτικά πολύ μεγάλα ονόματα, όπως η Μαρία Κάλλας και η Εντίθ Πιαφ δε γεννήθηκαν έτοιμες, είχαν πολλά μειονεκτήματα αρχικά. Ήταν χαρακτηριστικές φωνές με πολλά ελαττώματα φωνητικά, αλλά και στον χαρακτήρα τους, που επειδή όμως είχαν τσαγανό κατάφεραν να υπερβούν τους εαυτούς τους. Σ αυτή τη δουλειά δεν πρέπει να φοβάσαι τα όχι που θα πεις. Δεν θέλει απελπισία, πρέπει να αντιμετωπίζεις τον κόσμο από θέση ισχύος κι ας μην την έχεις. Οι νέοι πρέπει να επιλέγουν καλούς και αυστηρούς συμβουλάτορες. Το μότο μου είναι ότι πρέπει ν’ ακούμε τους πάντες και στο τέλος κανέναν, να συλλέγεις τις γνώμες του οποιοδήποτε, να διαβάζεις και να ερευνάς, γιατί αυτό είναι απαραίτητο για κάθε σου κίνηση. Ν’ ακούς το ένστικτο σου και να κάνεις την κίνηση σου.
Η ζωή στην επαρχία συντέλεσε στο να μπείτε σ’ αυτόν τον κόσμο των μύθων και των τραγουδιών;
Η επαρχία με βοήθησε τρομερά να αναπτύξω τη φαντασία μου και να ταξιδέψω με το μυαλό μου ως παιδί. Δεν ήταν θέμα της επαρχίας η ενασχόληση μου με τους μύθους και τα δημοτικά τραγούδια. Είναι πιο πολύ ένα ψάξιμο και μια αναζήτηση στην πνευματική μου περιπέτεια των τελευταίων χρόνων όχι παλιότερα. Το μόνο που συνδέω με την επαρχία είναι η αγάπη μου για τη φύση.
Τα δημοτικά τραγούδια είναι ένα μέσο για να κάνετε επιτυχία ή είναι το βάθος τους που σας έλκει;
Δεν επιλέγω ποτέ τίποτα με γνώμονα την επιτυχία. Με έλκει η αυθεντικότητα σε αυτή την ποίηση. Επέλεξα το «Τραγούδι του νεκρού αδερφού» και «Το Γιοφύρι της Άρτας» επειδή με άγγιξαν. Η θεματολογία τους έχει να κάνει με αρχέγονα και αρχετυπικά θέματα που υπάρχουν ήδη στην αρχαία μυθολογία και στις τραγωδίες. Όμως αυτά που οι αρχαίοι ποιητές τα λένε σε πολλές σελίδες εδώ λέγονται σε μία μόνο.
Πώς συνδέονται οι μύθοι με τα αρχαία κείμενα και το καινούριο λιμπρέτο του Σωτήρη Τριβιζά με «Το στοιχειό της Χάρμαινας»;
Το Στοιχειό της Χάρμαινας είναι η γέφυρα μου με τα δυο δημοτικά τραγούδια. Κάλεσα έναν σύγχρονο ποιητή να γράψει ένα καινούριο ποίημα πάνω στα πρότυπα των δημοτικών κι έτσι καταφέρνουμε να αναπαράγουμε με έναν σύγχρονο τρόπο το 2019 την τεχνοτροπία εκείνων των τραγουδιών που γεννιέται μέσα από τα αλλά δυο κι αυτό κλείνει την τριλογία. Ανθρωποθυσία, λαϊκή δοξασία των βρικολάκων, της ανάστασης μέσα από τη γη και το στοιχειό , όπου είναι το μοναδικό με μια ιστορία αγάπης που δεν ολοκληρώνεται. Το τελικό συμπέρασμα δεν έχει να κάνει με λαγνεία στο θάνατο αλλά το αντίθετο, όλα έχουν να κάνουν με μια δοξασία στην Αναγέννηση, είναι μια μύηση θανάτου για να γεννηθεί ο άνθρωπος. Πρέπει να πεθάνει το παλιό για να γεννηθεί το καινούριο, είναι ο νόμος της φύσης.
Θεωρείτε ότι συνειδητά ή υποσυνείδητα η δημιουργία, ο συσχετισμός με αυτά τα τρία έργα έχει να κάνει με την κατάσταση της χώρας τα τελευταία χρόνια;
Η χώρα βρίσκεται σε παρακμή. Δυστυχώς αποδεικνύεται ότι δεν ήταν κρίση αυτό που έχουμε περάσει και δεν θεωρώ σίγουρα ότι έχουμε βγει απ’ αυτήν. Για να μπορέσει να έρθει ανάκαμψη πρέπει να γίνει μεγάλη δουλειά σε βάθος χρόνου που έχει να κάνει με το θέμα της παιδείας, όσο η παιδεία αγνοείται και όσο δεν υπάρχουν νόμοι που θα μπορέσουμε να ακολουθήσουμε για να μάθουμε να ζούμε ανθρώπινα η παρακμή θα ακολουθεί. Αυτή η τριλογία, όπως είπα και πριν, έχει να κάνει με αυθεντικότητα και γνησιότητα και επειδή είναι έντονα ελληνικό και βαλκανικό έργο συνάμα, μας δείχνει τη δύναμη που έχει αυτός ο λαός τελικά. Αυτά τα τραγούδια έχουν επιβιώσει προφορικά. Δυο αριστουργήματα που δουλεύτηκαν και πέρασαν στα χρόνια από στόμα στόμα, δεν το έχουμε γραπτά αυτό, έχει σωθεί στον αέρα, και για να τα συνδέσω θέλω να πω το ότι ο σύγχρονος Έλληνας αγνοεί τι σημαντικά έργα έχει παράξει η χώρα του, αγνοεί τι μορφωτικό υπόβαθρο έχει, συνεχώς αγνοεί, ασχολείται με τα ξένα μιούζικαλ, ασχολείται με τα ξενόφερτα, είμαστε μια χώρα που έχουμε πάνω από δυόμιση χιλιάδες χρόνια ιστορίας και δεν υπήρξε ούτε ένας αιώνας που να μην έχει γραφτεί ποίηση, θεωρώ ότι είμαστε ένας έντονα καλλιτεχνικός λαός και ταυτόχρονα θεωρούμε ότι η τέχνη δεν είναι κάτι αναγκαίο. Αν εγώ μπορώ να κάνω κάτι είναι ν’ ανάψω ένα μικρό κερί για να φωτίσω μια μικρή γωνία αυτού του μεγάλου νεοελληνικού πολιτισμού.
Aυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι μέσα από τα δημοτικά τραγούδια αντιλαμβάνεται κανείς το πόσο Βαλκανοκεντρικά είναι και πόσα κοινά στοιχεία βγαίνουν μέσα από τους μύθους και τα δημοτικά τραγούδια.
Κοίταξε αναμφισβήτητα είμαστε αδέρφια μ’ αυτούς τους λαούς και με προκαλείς τώρα γιατί το μουσικό μου έργο εδώ εμπνέεται από την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο. Ζυμώνω παγκόσμια παραδοσιακή με τη δικιά μας για να γεννηθεί η καινούρια μουσική των Στοιχειωμένων, όπως είχα κάνει με τον Ερωτόκριτο με στοιχεία τζαζ και μπλουζ. Είναι στοχευμένο αυτό που αναφέρετε και υπάρχει στο έργο έντονα. Μην ξεχνάμε ότι ο νεκρός αδερφός υπάρχει σε παραλλαγή σε πέντε χώρες: Αλβανία, Ρουμανία Σερβία Βουλγαρία, Τουρκία.
Πώς συνδέονται αυτοί οι μύθοι μουσικά; Πώς θα παρουσιαστούν σκηνικά;
Μουσικά είναι σαν να ακούς από την αρχή μέχρι το τέλος έντονη χορευτική μουσική με έντονους εναλλασσόμενους ρυθμούς. Εξαντλώ τα όρια της ρυθμολογίας, φυσικά τους ασύμμετρους παραδοσιακούς ρυθμούς 5/8, 7/8. Δεν τσιγκουνευόμαστε πουθενά και καθόλου τη μελωδία, υπάρχουν τραγούδια το ένα μετά το άλλο, στίχοι από τον τρόπο του παραδοσιακού τραγουδιού που είναι ερώτηση απάντηση, ο πρώτος του χορού που μιλάει μόνος του και ο χορός που απαντάει, αυτό υπάρχει πολύ έντονα μέσα στο έργο. Οι οκτώ ερμηνευτές είναι ένας χορός μέσα από τον οποίον βγαίνουν οι ήρωες και ξεπετάγεται ξαφνικά ο Κωνσταντής ή η μάνα, αλλά όλοι μαζί είναι τα στοιχεία ή τα πουλιά και οι άνεμοι. Μουσικά τα τρία έργα είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, το καθένα χτίζει ένα δικό του κόσμο αλλά συνδέονται όλα σε μία κοινή ιστορία, δεν σταματάει ούτε υπάρχει διακοπή μεταξύ τους. Πρώτα θα είναι το στοιχειό της Χάρμαινας μετά το Γιοφύρι της Άρτας και στο τέλος το Τραγούδι του νεκρού αδερφού, που σημαίνει ότι ξεκινάμε λυρικά προχωράμε στο ιντερμέδιο του Πρωτομάστορα και κλείνουμε με το τραγούδι του νεκρού αδερφού γιατί είναι και το πιο έντονα δραματουργικά. Σκηνοθετικά δεν μπορώ να πω πολλά, αλλά ταυτίζομαι τρομερά με τη ματιά του Θάνου Παπακωνσταντίνου. Δεν ήταν καθόλου τυχαία η επιλογή. Το έργο δεν είναι τόσο βαρύ και σκοτεινό υπάρχει έντονα το χιούμορ και το φως, είναι σχεδόν πανηγυριώτικο το στυλ και δεν είναι καθόλου τυχαία η ενορχήστρωση, είναι όλα πνευστά, ξύλινα και χάλκινα. Δεν υπάρχουν έγχορδα κι αυτό για να δοθεί η αίσθηση του παγανιστικού, του Διονυσιακού που βγαίνει από τον ήχο των χάλκινων στις λαϊκές γιορτές και τα πανηγύρια.
Η επιλογή των συντελεστών;
Η επιλογή των φωνών είναι το σημαντικότερο απ’ όλα. Επιλέγονται φωνές που δεν είναι οπερατικές. Η Αργυρώ Καπαρού είναι μια σημαντική ερμηνεύτρια έντεχνου τραγουδιού, η Βασιλική Καρακώστα είναι ένα γεφύρωμα έντεχνης με παραδοσιακή μουσική, ο Θοδωρής Βουτσικάκης είναι ένας έντεχνος τραγουδιστής με μια πολύ γλυκιά και λυρική χροιά έχουμε την πρωτοεμφανιζόμενη την Ελένη Δημοπούλου, ο Δημακόπουλος, η Λητώ Μεσσήνη ο Ζιάζιαρης και ο Πακάκης είναι φωνές που τραγουδούν με τοποθέτηση κλασική αλλά και μη τοποθέτηση, οπότε είναι όλοι φωνές δυνατοτήτων με απόλυτη γνώση της τεχνικής τους και εμπειρία, έχουν όλοι ταλέντο στη σκηνή για να σταθούν σκηνικά αλλά το ενδιαφέρον είναι η παλέτα των χωμάτων. Έχω οχτώ διαφορετικές φωνές – οχτώ διαφορετικές σχολές αν θες.
Είπατε ότι έχετε ένα πλάνο 10 χρόνων. Τι είναι αυτό το πλάνο για τον Δημήτρη Μαραμή;
Κάνω μακρόπνοα σχέδια για το τι θα ήθελα να γράψω πριν φύγω ή πριν αποσυρθώ θα ήθελα κάποια στιγμή ν’ αποσυρθώ και ν’ ασχοληθώ με κάτι άλλο, δεν ξέρω αν θα έχω βέβαια τα ίδια μυαλά σε λίγα χρόνια, αλλά θα μ’ ενδιέφερε να φύγω για ν’ αφήσω χώρο στους καινούργιους και τους επόμενους.
Θεωρείτε ότι πιάνετε χώρο και όσο υπάρχετε δεν μπορεί να αναπτυχθεί κάποιος άλλος καλλιτέχνης;
Όχι δεν θεωρώ ότι πιάνω χώρο αλλά όταν ένας καλλιτέχνης είναι πλήρης και έχει ολοκληρώσει την καλλιτεχνική του πορεία και τους στόχους του και είναι σε μια ηλικία γηραιή πρέπει να αποσύρεται, κάτι που δεν γίνεται στα ελληνικά πράγματα.
Ποια είναι λοιπόν η παρακαταθήκη που θα αφήσετε αν αποσυρθείτε σε κάποια χρόνια;
Αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω εγώ, αλλά ευελπιστώ τα επόμενα χρόνια να βαδίσω πιο βαθιά στο μουσικό θέατρο, έτσι όπως το ξεκίνησα με τον Ερωτόκριτο και τους Στοιχειωμένους και θέλω ν’ ασχοληθώ κι άλλο με το θέμα των τραγουδιών που το έχω αφήσει εδώ και τέσσερα χρόνια που βγήκε η «Αισθηματική Ηλικία» κι ένα τραγούδι που δόθηκε στην Ελεωνόρα Ζουγανέλη το «Που με φτάσανε οι έρωτες». Όταν λέω για μουσικό θέατρο εννοώ ότι θα ήθελα να προχωρήσω και στην καθαρή όπερα με φωνές λυρικές ή μπορεί να μην το κάνω ποτέ και να μείνω σ’ αυτό που ονομάζω σύγχρονο ελληνικό μιούζικαλ. Σαφώς με ενδιαφέρει πολύ και η μουσική για τον κινηματογράφο.